κνισάριον

κνισάριον
κνισάριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κνισάριον — κνισάριον, τὸ (Α) λίγη κνίσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον, οψ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • κνισσάριον — κνισσάριον, τὸ (Α) (εσφ. γρφ.) κνισάριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”